- μᾱκιστήρ
- μᾱκιστήρ, ῆρος, ὁ, das Herz treffend, verwundend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μακιστήρ — μακιστήρ, ῆρος, ἡ (Α) 1. εκτεταμένος, μακρύς, σχοινοτενής («μή τι μακιστῆρα μῡθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα», Αισχύλ.) 2. δηκτικός, ενοχλητικός, διαπεραστικός («μακιστήρα καρδίας λόγον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μηκίζω < … Dictionary of Greek
μακιστήρ — μᾱκιστήρ , μακιστήρ long and tedious masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
μακιστῆρα — μᾱκιστῆρα , μακιστήρ long and tedious masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)